άλυς

άλυς
(τουρκ. Κιζίλιρμακ ή Κιζίλ-ιρμάκ = κόκκινος χείμαρρος). Ο μεγαλύτερος ποταμός (1.151 χλμ.) της Μικράς Ασίας. Πηγάζει από το Κιοσένταγ, στα όρη μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας, κατευθύνεται ΝΔ και αφού φτάσει περίπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας, στρέφεται ΒΑ και εκβάλλει στον Εύξεινο Πόντο, ανάμεσα στη Σινώπη και τη Σαμψούντα. Η κοίτη του είναι στενή και βαθιά, το ρεύμα ομαλό και είναιπλωτός σε απόσταση τουλάχιστον 60 χλμ. από τις εκβολές του. Ο Ά. αποτελεί τον σπουδαιότερο οικονομικό παράγοντα για τη γεωργική ανάπτυξη της περιοχής. Προσφέρεται, επίσης, για την αλιεία της μύραινας, από τα αβγά της οποίας παρασκευάζεται καλής ποιότητας χαβιάρι. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο Ά. ονομάστηκε έτσι εξαιτίας των αλατωρυχείων που υπήρχαν στις όχθες του. Οι Τούρκοι τον ονομάζουν Κόκκινο Ποταμό για το θολό κόκκινο χρώμα που δίνουν στα νερά του τα αργιλώδη χώματα που παρασύρει. Εξάλλου, ο Ά. αποτελεί σπουδαίο ιστορικογεωγραφικό όριο της περιοχής και συνδέεται με κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της Μικράς Ασίας. Στην αρχαιότητα o ποταμός χώριζε την εντός του Άλυος Ασίαν, όπου κατοικούσαν Παφλαγόνες, Φρύγες, Βιθυνοί, Κάρες, Λύκιοι, Λύδιοι και, στα παράλια, Έλληνες, από την εκτός του Άλυος Ασίαν, όπου κατοικούσαν Καππαδόκες, Κίλικες και άλλοι ασιατικοί λαοί. Κατά τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες αποτελούσε συχνά σύνορο μεταξύ του χριστιανικού και του μουσουλμανικού κόσμου.
* * *
ἄλυς (-υος), ο (Α) [ἀλύω]
1. περιπλάνηση, περιδιάβαση
2. αναστάτωση, διέγερση, αδημονία
3. λύπη, πλήξη ανία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἅλυς — ἄλῡς , ἄλυς agitation fem acc pl ἄλυς , ἄλυς agitation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλυς — ἄλῡς , ἄλυς agitation fem acc pl ἄλυς agitation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλυς — Ἅλῡς , Ἅλυς fem acc pl Ἅλυς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλύων — ἄλυς agitation fem gen pl ἀλύω to be deeply stirred pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλυες — ἄλυς agitation fem nom/voc pl ἄ̱λυες , ἀλύω to be deeply stirred imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀλύω to be deeply stirred imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλυν — ἄλυς agitation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλυος — ἄλυς agitation fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλυσιν — ἄλυς agitation fem dat pl ἄλυσις distress fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλυ — Ἅλυς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅλυν — Ἅλυς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”